- γρηγοράδα
- ηη ταχύτητα, η σβελτάδα: Κανείς δεν τον φτάνει στη γρηγοράδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρηγοράδα — και γληγοράδα, η γοργότητα, ταχύτητα … Dictionary of Greek
Ωκυπέτη — Μία από τις μυθικές Άρπυιες, οι οποίες προσωποποιούσαν τους θυελλώδεις ανέμους. Τα ονόματα τους (Ωκυπέτη, Αελλώ, Ωκυπόδη, Ποδάργη κλπ.) δηλώνουν τη γρηγοράδα στο πέταγμά τους (ωκύς = ταχύς, ταχυκίνητος). Ω. σημαίνει π.χ. Γοργοπετούσα. Μαζί με τις … Dictionary of Greek
γλήγορος — γληγοράδα κ.λπ. βλ. γρήγορος, γρηγοράδα κ.λπ … Dictionary of Greek
γοργάδα — η [γοργός] ταχύτητα, γρηγοράδα … Dictionary of Greek
γοργοκινησιά — η ταχύτητα, γρηγοράδα … Dictionary of Greek
γοργότητα — η (AM γοργότητα) [γοργός] ταχύτητα, γρηγοράδα αρχ. 1. (για το ύφος) ορμητικότητα 2. (για το βλέμμα) αυστηρότητα … Dictionary of Greek
γρηγοροσύνη — και γληγοροσύνη, η γρηγοράδα, ταχύτητα … Dictionary of Greek
ευστροφία — η (ΑΜ εὐστροφία) [εύστροφος] 1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ. β. «ευστροφία χορεύτριας») 2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ εὐστροφίας ὀξὺ… … Dictionary of Greek
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek
κουφότητα — η (Α κουφότης ητος) [κούφος (Ι)] 1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῑ», Πλάτ.) 2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία αρχ. 1. ευκινησία, γρηγοράδα 2. ευπεψία 3. (για ύφος) ελαφρότητα 4. ανακούφιση… … Dictionary of Greek